πιστότατος

πιστότατος
πιστός 1
liquid
masc nom superl sg
πιστός 2
to be trusted
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

  • Στάνχοπ, Τζέιμς — (Stanhope). Άγγλος στρατιωτικός και πολιτικός (Παρίσι 1673 Λονδίνο 1721). Υπηρέτησε στην Ιταλία κάτω από τις διαταγές του δούκα της Σαβοΐας Βίκτωρα Αμεδαίου B’ (1693) και πολέμησε στη Φλάνδρα στο πλευρό του Γουλιέλμου Γ’. Αργότερα πολέμησε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”